- γλυκοχάρα(γ)μα
- το1. η χαραυγή, ο όρθρος: Ο βοσκός έβγαζε το κοπάδι το γλυκοχάραμα.2. μτφ., το ξεκίνημα κάποιου πράγματος: Το γλυκοχάραμα της αγάπης μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.